καταξέω: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=polir en grattant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξέω]]. | |btext=polir en grattant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξέω:''' (fut. καταξέσω)<br /><b class="num">1)</b> [[тщательно выскабливать]], [[шлифовать]], [[полировать]] (τὰ κέρατα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать резьбой]] (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταξέω]] (AM)<br />[[τραυματίζω]] ψυχικά, [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στιλβώνω]] καλά, [[γυαλίζω]] καλά («[[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για ύφος) [[επιμελούμαι]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[γλύφω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[χαράζω]]» [[αλλά]] και «[[στιλβώνω]]» και «[[δέρνω]], [[μαστιγώνω]]»]. | |mltxt=[[καταξέω]] (AM)<br />[[τραυματίζω]] ψυχικά, [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στιλβώνω]] καλά, [[γυαλίζω]] καλά («[[ὅταν]] δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. για ύφος) [[επιμελούμαι]], [[καλλωπίζω]]<br /><b>3.</b> [[γλύφω]], [[σκαλίζω]], [[χαράζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ξέω</i> «[[χαράζω]]» [[αλλά]] και «[[στιλβώνω]]» και «[[δέρνω]], [[μαστιγώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:37, 3 October 2022
English (LSJ)
A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72. II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.
French (Bailly abrégé)
polir en grattant.
Étymologie: κατά, ξέω.
Russian (Dvoretsky)
καταξέω: (fut. καταξέσω)
1) тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);
2) покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.
Greek Monolingual
καταξέω (AM)
τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω
αρχ.
1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.)
2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω
3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξέω «χαράζω» αλλά και «στιλβώνω» και «δέρνω, μαστιγώνω»].