ληματιάω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une volonté forte, énergique, résolue.<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]].
|btext=-ῶ :<br />avoir une volonté forte, énergique, résolue.<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λημᾰτιάω:''' (только praes.) быть отважным Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λημᾰτιάω:''' (только praes.) быть отважным Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λημᾰτιάω, [[λῆμα]]<br />to be [[high]]-[[spirited]], [[resolute]], Ar. only in pres.]
|mdlsjtxt=λημᾰτιάω, [[λῆμα]]<br />to be [[high]]-[[spirited]], [[resolute]], Ar. only in pres.]
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημᾰτιάω Medium diacritics: ληματιάω Low diacritics: ληματιάω Capitals: ΛΗΜΑΤΙΑΩ
Transliteration A: lēmatiáō Transliteration B: lēmatiaō Transliteration C: limatiao Beta Code: lhmatia/w

English (LSJ)

to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une volonté forte, énergique, résolue.
Étymologie: λῆμα.

Russian (Dvoretsky)

λημᾰτιάω: (только praes.) быть отважным Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.

Greek Monotonic

λημᾰτιάω: (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λημᾰτιάω, λῆμα
to be high-spirited, resolute, Ar. only in pres.]