λεπτόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti légèrement, fragile.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[δέμω]].
|btext=ος, ον :<br />bâti légèrement, fragile.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[δέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόδομος:''' [[δέμω]] тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[κομψός]], [[λεπτοκαμωμένος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λεπτόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[κομψός]], [[λεπτοκαμωμένος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόδομος:''' [[δέμω]] тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτό-δομος, ον [[δέμω]]<br />[[slightly]] framed, [[slight]], Aesch.
|mdlsjtxt=λεπτό-δομος, ον [[δέμω]]<br />[[slightly]] framed, [[slight]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόδομος Medium diacritics: λεπτόδομος Low diacritics: λεπτόδομος Capitals: ΛΕΠΤΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: leptódomos Transliteration B: leptodomos Transliteration C: leptodomos Beta Code: lepto/domos

English (LSJ)

ον, (δέμω) slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.

Greek Monolingual

λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].

Greek Monotonic

λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λεπτό-δομος, ον δέμω
slightly framed, slight, Aesch.