λυσιτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτέλεια:''' ἡ [[польза]], [[выгода]] Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτέλεια:''' ἡ [[польза]], [[выгода]] Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτέλεια Medium diacritics: λυσιτέλεια Low diacritics: λυσιτέλεια Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: lysitéleia Transliteration B: lysiteleia Transliteration C: lysiteleia Beta Code: lusite/leia

English (LSJ)

ἡ, advantage, profit, Thphr. ap. D.L.5.54, D.S.1.36, LXX 2 Ma.2.27, J.AJ16.9.1; λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον economy in respect of time, i.e. by postponement of payments until they fell due, Plb.31.27.11; διὰ λυσιτέλειαν for the sake of economy, Dsc.5.8.—Rejected by the Atticists, Poll.5.136, Moer.p.248 P., Phot.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avantage, gain, profit.
Étymologie: λυσιτελής.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτέλεια:польза, выгода Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτέλεια: ἡ, κέρδος, ὠφέλεια, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, οἰκονομία χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ.

Greek Monolingual

η (Α λυσιτέλεια) λυσιτελής
κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)
αρχ.
φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» — αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές
β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για οικονομία.