λογάριον: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit mot, courte sentence.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]].
|btext=ου (τό) :<br />petit mot, courte sentence.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λογάριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[словечко]], [[изреченьице]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[маленькая речь]] Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[λογάριον]] δύστηνα, άθλια και ευτελή [[λόγια]], σε Δημ.
|lsmtext='''λογάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[λογάριον]] δύστηνα, άθλια και ευτελή [[λόγια]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογάριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[словечко]], [[изреченьице]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[маленькая речь]] Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of [[λόγος]]<br />λ. δύστηνα [[wretched]] [[petty]] speeches, Dem.
|mdlsjtxt=λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of [[λόγος]]<br />λ. δύστηνα [[wretched]] [[petty]] speeches, Dem.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογᾰ́ριον Medium diacritics: λογάριον Low diacritics: λογάριον Capitals: ΛΟΓΑΡΙΟΝ
Transliteration A: logárion Transliteration B: logarion Transliteration C: logarion Beta Code: loga/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of λόγος, Ar.Fr.810 (pl.); λογάρια δύστηνα wretched
A petty speeches, D.19.255; τὰ ἐκ στοᾶς λογάρια Theognet.1.2; λογάρια δειπνεῖν dine off mere words, Ath.6.270d.
II account, PTeb.20.8 (ii B. C.), etc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, courte sentence.
Étymologie: λόγος.

Russian (Dvoretsky)

λογάριον: τό
1) словечко, изреченьице Plut.;
2) маленькая речь Dem.

Greek (Liddell-Scott)

λογάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 640· λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας, ἀθλίους καὶ εὐτελεῖς λόγους μελετήσας καὶ φ., Δημ. 421. 20· τῶν... ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς Θεόγνητ. ἐν «Φάσματι» 1. 1.

Greek Monotonic

λογάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λόγος, λογάριον δύστηνα, άθλια και ευτελή λόγια, σε Δημ.

Middle Liddell

λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of λόγος
λ. δύστηνα wretched petty speeches, Dem.