μίλτειος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de minium, de vermillon ; rouge vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]]. | |btext=α, ον :<br />de minium, de vermillon ; rouge vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίλτειος:''' [[из сурика]], [[охры]] или [[киновари]] ([[στάγμα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μίλτειος:''' -α, -ον ([[μίλτος]]), [[ερυθρός]], μίλτειον [[στάγμα]], το κόκκινο [[σημάδι]] που άφηνε στο [[ξύλο]] το [[σχοινί]] του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική [[ουσία]], [[μίλτος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μίλτειος:''' -α, -ον ([[μίλτος]]), [[ερυθρός]], μίλτειον [[στάγμα]], το κόκκινο [[σημάδι]] που άφηνε στο [[ξύλο]] το [[σχοινί]] του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική [[ουσία]], [[μίλτος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μίλτειος]], η, ον [[μίλτος]]<br />red, μ. [[στάγμα]] the red [[mark]] made by the [[carpenter]]'s [[line]], Anth. | |mdlsjtxt=[[μίλτειος]], η, ον [[μίλτος]]<br />red, μ. [[στάγμα]] the red [[mark]] made by the [[carpenter]]'s [[line]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μίλτειος: из сурика, охры или киновари (στάγμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.
Greek Monolingual
μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσ-ειος)].
Greek Monotonic
μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
μίλτειος, η, ον μίλτος
red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, Anth.