μαχήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[μάχομαι]].
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[μάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰχήμων:''' 2, gen. ονος воинственный, боевой ([[κραδίη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολεμοχαρής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
|lsmtext='''μᾰχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολεμοχαρής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰχήμων:''' 2, gen. ονος воинственный, боевой ([[κραδίη]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰχήμων, ονος,<br />[[warlike]], Il., Anth.
|mdlsjtxt=μᾰχήμων, ονος,<br />[[warlike]], Il., Anth.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχήμων Medium diacritics: μαχήμων Low diacritics: μαχήμων Capitals: ΜΑΧΗΜΩΝ
Transliteration A: machḗmōn Transliteration B: machēmōn Transliteration C: machimon Beta Code: maxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχήμων: 2, gen. ονος воинственный, боевой (κραδίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.

English (Autenrieth)

warlike, Il. 12.247†.

Greek Monolingual

μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλήμων, θελήμων)].

Greek Monotonic

μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Middle Liddell

μᾰχήμων, ονος,
warlike, Il., Anth.