μακραίων: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dure longtemps;<br /><b>2</b> qui vit longtemps, vieux ; immortel.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αἰών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dure longtemps;<br /><b>2</b> qui vit longtemps, vieux ; immortel.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αἰών]].
}}
{{elru
|elrutext='''μακραίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[βίος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[долговечный]], [[долго живущий]] (sc. [[Οἰδίπους]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[бессмертный]] (Μοῖραι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακραίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ ([[μακρός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[μακροχρόνιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[μακρόβιος]], ηλικιωμένος, στον ίδ.· <i>οἱ μακραίωνες</i>, οι αθάνατοι, στον ίδ.
|lsmtext='''μακραίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ ([[μακρός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[μακροχρόνιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[μακρόβιος]], ηλικιωμένος, στον ίδ.· <i>οἱ μακραίωνες</i>, οι αθάνατοι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακραίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[βίος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[долговечный]], [[долго живущий]] (sc. [[Οἰδίπους]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[бессмертный]] (Μοῖραι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακραίων Medium diacritics: μακραίων Low diacritics: μακραίων Capitals: ΜΑΚΡΑΙΩΝ
Transliteration A: makraíōn Transliteration B: makraiōn Transliteration C: makraion Beta Code: makrai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι… σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.

Russian (Dvoretsky)

μακραίων: ωνος adj.
1) долгий, продолжительный (βίος Eur.);
2) долговечный, долго живущий (sc. Οἰδίπους Soph.);
3) бессмертный (Μοῖραι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αἰών (πρβλ. δυσαίων, ευαίων)].

Greek Monotonic

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ (μακρός),·
1. μακροχρόνιος, σε Σοφ.
2. λέγεται για ανθρώπους, μακρόβιος, ηλικιωμένος, στον ίδ.· οἱ μακραίωνες, οι αθάνατοι, στον ίδ.

Middle Liddell

μακρ-αίων, ωνος, ὁ, ἡ, μακρός
1. lasting long, Soph.
2. of persons, long-lived, aged, Soph.; οἱ μακραίωνες the immortals, Soph.

English (Woodhouse)

aged, long, lasting long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)