μελασμός: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελασμός:''' ὁ [[черное пятно]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]]. | |mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.). 2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446. II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.
German (Pape)
[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.
Russian (Dvoretsky)
μελασμός: ὁ черное пятно Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.
Greek Monolingual
μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.