μελάγχροος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br /><i>c.</i> [[μελαγχροιής]]. | |btext=οος, οον;<br /><i>c.</i> [[μελαγχροιής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελάγχροος:''' стяж. [[μελάγχρους]] 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελάγχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, [[μελαχρινός]], σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. <i>μελάγχροες</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''μελάγχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, [[μελαχρινός]], σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. <i>μελάγχροες</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. μελάγ-χρους, ουν, heterocl. nom. pl. μελάγχροες Hdt.2.104:—black-skinned, swarthy, of sunburnt persons, Hp.Epid.6.2.19, PPetr.3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.Arat.20, etc.; μ. κόσσυφος Numen. ap. Ath.7.315b:—also μελαγχροιής, ές, of a hero's complexion, Od.16.175; μέλαγχρος, ον, as pr. n., Alc.21; μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ, E.Or.321 (lyr.), Hec.1106 (lyr., v.l. μελανό-), Pl.Phdr.253e, PPetr.3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. μελαγχρής, ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard Phoinix p.7, also PCair.Zen.76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.
German (Pape)
[Seite 118] zsgzgn -χρους, -χρουν, von schwarzer, dunkler Farbe, schwarzer, dunkelfarbiger Haut, bes. von der bräunlichen, kräftigen Gesichtsfarbe des viel im Freien lebenden Mannes, Plut. Arat. 20 Luc. navig. 2; – plur. auch μελάγχροες, Her. 2, 104.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
c. μελαγχροιής.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχροος: стяж. μελάγχρους 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν· (χρόα)· ― ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, μελαμψός, μελανωπός, ἡλιοκαής, Ἱππ. 1170D, Πλουτ. Ἄρατ. 20, κτλ.· ὁ Ἡρόδ. 2. 104 ἔχει ἑτερόκλ. ὀνομ. πληθ. μελάγχροες. ― Ποιητικοὶ τύποι: μελαγχροιής, ές, ἐπὶ τῆς χροιᾶς ἥρωος, Ὀδ. Π. 175· μέλαγχρος, ον, Ἀλκαῖ. 21· μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ Εὐρ. 321, Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε, κτλ.· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. μελαγχρής, ές, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 75, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 69, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 340, πρβλ. μελανόχροος.
Greek Monotonic
μελάγχροος: -ον (χρόα), συνηρ. -χρους, -ουν, μελαχρινός, σε Πλούτ. κ.λπ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. μελάγχροες, σε Ηρόδ.