μιλιάριον: Difference between revisions
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />vase de cuivre pour chauffer l'eau.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ου (τό) :<br />vase de cuivre pour chauffer l'eau.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῐλῐάριον:''' (ᾱ) τό котел или чан для нагревания воды, кипятильник ([[χαλκοῦν]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μιλιάριον:''' τό, Λατ. [[milliarium]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλιοδείκτης]] ([[στήλη]] [[οκτώ]] σταδίων, ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους).<br /><b class="num">II.</b> χάλκινο [[δοχείο]] με αιχμές στην [[κορυφή]] του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό [[νερό]], σε Ανθ. (όπου <i>μῐλῐάριον</i>). | |lsmtext='''μιλιάριον:''' τό, Λατ. [[milliarium]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλιοδείκτης]] ([[στήλη]] [[οκτώ]] σταδίων, ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους).<br /><b class="num">II.</b> χάλκινο [[δοχείο]] με αιχμές στην [[κορυφή]] του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό [[νερό]], σε Ανθ. (όπου <i>μῐλῐάριον</i>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μιλιάριον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> = Lat. [[milliarium]], a [[mile]]-[[stone]].<br /><b class="num">II.</b> a [[copper]] [[vessel]], [[pointed]] at the top and furnished with [[winding]] tubes, to [[boil]] [[water]] in, Anth. [[where]] μῐλῐᾱριον]. | |mdlsjtxt=[[μιλιάριον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> = Lat. [[milliarium]], a [[mile]]-[[stone]].<br /><b class="num">II.</b> a [[copper]] [[vessel]], [[pointed]] at the top and furnished with [[winding]] tubes, to [[boil]] [[water]] in, Anth. [[where]] μῐλῐᾱριον]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐλῐᾱ], τό, A a high copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, AP11.244, Ath.3.98c, Hero Spir.2.34; gloss on ἰπνολέβης, Sch.Luc.Lex.8. II milestone, Lyd.Mens. 4.49.
German (Pape)
[Seite 186] τό, das römische miliarium, Meilenzeiger, Sp. – Auch ein hohes kupfernes, nach oben spitz zulaufendes Gefäß zum Bereiten des warmen Wassers, Ath. III, 98 c; χαλκοῦν, Nicarch. 34 (XI, 244), mit βαύκαλις verglichen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase de cuivre pour chauffer l'eau.
Étymologie: DELG -.
Russian (Dvoretsky)
μῐλῐάριον: (ᾱ) τό котел или чан для нагревания воды, кипятильник (χαλκοῦν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μιλιάριον: τό, = Λατ. milliarium, ἡ στήλη, τὸ τοῦ ὀκτασταδίου σημεῖον, Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο ὕδωρ, ἰπνολέβης, Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.
Greek Monolingual
μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν)
1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό
2. μιλιοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (< mille)].
Greek Monotonic
μιλιάριον: τό, Λατ. milliarium·
I. μιλιοδείκτης (στήλη οκτώ σταδίων, ως μονάδα μέτρησης μήκους).
II. χάλκινο δοχείο με αιχμές στην κορυφή του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό νερό, σε Ανθ. (όπου μῐλῐάριον).
Middle Liddell
μιλιάριον, ου, τό,
I. = Lat. milliarium, a mile-stone.
II. a copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, Anth. where μῐλῐᾱριον].