μυριοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />innombrable, qui se manifeste sous des formes <i>ou</i> en des occasions innombrables.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]], [[πλῆθος]].
|btext=ής, ές :<br />innombrable, qui se manifeste sous des formes <i>ou</i> en des occasions innombrables.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]], [[πλῆθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριοπληθής:''' [[бесчисленный в своих проявлениях]], [[бесконечно разнообразный]] ([[κόσμος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυριοπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]), [[άπειρος]] ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.
|lsmtext='''μυριοπληθής:''' -ές ([[πλῆθος]]), [[άπειρος]] ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριοπληθής:''' [[бесчисленный в своих проявлениях]], [[бесконечно разнообразный]] ([[κόσμος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριο-πληθής, ές [[πλῆθος]]<br />[[infinite]] in [[number]], Eur.
|mdlsjtxt=μῡριο-πληθής, ές [[πλῆθος]]<br />[[infinite]] in [[number]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπληθής Medium diacritics: μυριοπληθής Low diacritics: μυριοπληθής Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: myrioplēthḗs Transliteration B: myrioplēthēs Transliteration C: myrioplithis Beta Code: murioplhqh/s

English (LSJ)

ές, infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοπληθής: бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный (κόσμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.

Greek Monolingual

μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].

Greek Monotonic

μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.

Middle Liddell

μῡριο-πληθής, ές πλῆθος
infinite in number, Eur.