μινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνύρομαι:''' (ῠ) Aesch., Soph., Arph. etc. = [[μινυρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐνύρομαι:''' αποθ., [[μινυρίζω]], λέγεται για [[αηδόνι]], [[κελαηδώ]], σε Σοφ.· [[ψιθυρίζω]] έναν σκοπό, μια [[μελωδία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῐνύρομαι:''' αποθ., [[μινυρίζω]], λέγεται για [[αηδόνι]], [[κελαηδώ]], σε Σοφ.· [[ψιθυρίζω]] έναν σκοπό, μια [[μελωδία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνύρομαι:''' (ῠ) Aesch., Soph., Arph. etc. = [[μινυρίζω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῐνύρομαι,<br />Dep., = [[μινυρίζω]], of the [[nightingale]], to [[warble]], Soph.: to hum a [[tune]], Aesch.
|mdlsjtxt=μῐνύρομαι,<br />Dep., = [[μινυρίζω]], of the [[nightingale]], to [[warble]], Soph.: to hum a [[tune]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνύρομαι Medium diacritics: μινύρομαι Low diacritics: μινύρομαι Capitals: ΜΙΝΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: minýromai Transliteration B: minyromai Transliteration C: minyromai Beta Code: minu/romai

English (LSJ)

[ῡ], = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.

German (Pape)

[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μινυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

μῐνύρομαι: (ῠ) Aesch., Soph., Arph. etc. = μινυρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.

Greek Monolingual

μινύρομαι (Α)
1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία
2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.

Greek Monotonic

μῐνύρομαι: αποθ., μινυρίζω, λέγεται για αηδόνι, κελαηδώ, σε Σοφ.· ψιθυρίζω έναν σκοπό, μια μελωδία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῐνύρομαι,
Dep., = μινυρίζω, of the nightingale, to warble, Soph.: to hum a tune, Aesch.