μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trame des machinations.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ῥάπτω]].
|btext=ος, ον :<br />qui trame des machinations.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ῥάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνορράφος:''' [[строящий козни]], [[коварный]] ([[μάγος]] Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνορράφος:''' [[строящий козни]], [[коварный]] ([[μάγος]] Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιορράφος, νευρορράφος].

Greek Monotonic

μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.

Middle Liddell

μηχᾰνορ-ράφος, ον ῥάπτω
craftily-dealing, soph.: c. gen., μ. κακῶν crafty workers of ill, Eur.

English (Woodhouse)

cunning, maker, treacherous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)