μόναπος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien. | |btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόναπος:''' ὁ пэон. (= [[βόνασος]]) [[дикий бык]], [[буйвол]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόναπος]] και [[μόναιπος]] ὁ (Α)<br />παιονική [[ονομασία]] για τον βόνασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>many</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>mana</i>- «[[χαίτη]]», λατ. [[monile]], «περιτραχήλιο» ([[πρβλ]]. [[μανιάκης]])]. | |mltxt=[[μόναπος]] και [[μόναιπος]] ὁ (Α)<br />παιονική [[ονομασία]] για τον βόνασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>many</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>mana</i>- «[[χαίτη]]», λατ. [[monile]], «περιτραχήλιο» ([[πρβλ]]. [[μανιάκης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 14:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, Paeonian name for βόνασος or βόλινθος, Arist.HA630a20:—written μόναιπος, Id.Mir.830a7; cf. μόνωψ, μόνωτος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
taureau sauvage, bison européen, auroch, animal.
Étymologie: mot péonien.
Russian (Dvoretsky)
μόναπος: ὁ пэон. (= βόνασος) дикий бык, буйвол Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μόναπος: ὁ, Παιονικὸν ὄνομα τοῦ βονάσου ἤτοι ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. μόνωψ, μόνωτος.
Greek Monolingual
μόναπος και μόναιπος ὁ (Α)
παιονική ονομασία για τον βόνασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana- «χαίτη», λατ. monile, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Paeonic word for βόνασος, βόλινθος, wisent (Arist.),
Other forms: also μόναιπος (Arist.), μόνωψ, -ωπος (Ael.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Jokl Eberts Reallex. 6, 43b as Illyr. to Skt. mányā neck, Germ., e.g. OHG mana mane, Lat. monīle collar etc. (s. μανιάκης); agreeing Kretschmer Glotta 1, 377 ("with manes") against Fay AmJPh 28, 411 ff. - Fur. 207 etc. further adduces μόναιπος (Arist. Id. Mir. 830af) and derives μόνωτος (Antig. Mir. 53 cod.) from *μοναϜτος < *μοναπτος; both μόναιπος and *μοναπτος will continue a form *monapy-os (prob. from *manapyos). Still further variants are βόλινθος and βόνασ(σ)ος.
Frisk Etymology German
μόναπος: {mónapos}
Grammar: m.
Meaning: päon. Wort für βόνασος, βόλινθος, Wisent (Arist.), auch μόναιπος (Arist.), μόνωψ, -ωπος (Ael.).
Etymology: Nach Jokl Eherts Reallex. 6, 43b als illyr. zu aind. mányā Nacken, germ., z.B. ahd. mana Mähne, lat. monīle Halsband usw. (s. μανιάκης); zustimmend Kretschmer Glotta 1, 377 ("mit Mähne versehen") gegen Fay AmJPh 28, 411 ff.
Page 2,252