μονόλυκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loup d'une taille singulière, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[λύκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[κνηκός]], [[λύκος]], [[μονιός]].
|btext=ος, ον :<br />loup d'une taille singulière, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[λύκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[κνηκός]], [[λύκος]], [[μονιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονόλῠκος:''' ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc. ὁ [[Δημοσθένης]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόλῠκος:''' ὁ, [[μοναδικός]] (στο είδος του) [[τεράστιος]] [[λύκος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μονόλῠκος:''' ὁ, [[μοναδικός]] (στο είδος του) [[τεράστιος]] [[λύκος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόλῠκος:''' ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc. ὁ [[Δημοσθένης]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-λῠκος, ὁ,<br />a [[singularly]] [[huge]] [[wolf]], Plut.
|mdlsjtxt=μονό-λῠκος, ὁ,<br />a [[singularly]] [[huge]] [[wolf]], Plut.
}}
}}

Revision as of 14:44, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόλῠκος Medium diacritics: μονόλυκος Low diacritics: μονόλυκος Capitals: ΜΟΝΟΛΥΚΟΣ
Transliteration A: monólykos Transliteration B: monolykos Transliteration C: monolykos Beta Code: mono/lukos

English (LSJ)

ὁ, A solitary, i. e. singularly fierce, wolf, lone wolf, applied by Demosthenes to Alexander, Plu.Dem.23, cf. Ael.NA7.47. II as adjective, λύκος μονόλυκος Arat. 1124 [with 2nd syllable long].

German (Pape)

[Seite 203] ὁ, ein einzelner, ungewöhnlich großer Wolf, der einzig in seiner Art ist, Arat. D. 392, Ael. N. A. 7, 47; so nannte Demosthenes den Alexander, Plut. Dem. 23, vgl. μονολέων. [Bei Arat. ist des Verses wegen die zweite Sylbe lang.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loup d'une taille singulière, extraordinaire.
Étymologie: μόνος, λύκος.
Syn. κνηκίας, κνηκός, λύκος, μονιός.

Russian (Dvoretsky)

μονόλῠκος: ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc. ὁ Δημοσθένης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόλῠκος: ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λύκος, δηλ. ἐξόχως μέγας, πελώριος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. μονολέων.

Greek Monolingual

μονόλυκος, ὁ (Α)
λύκος αγριότατος και πελώριος από τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λύκος.

Greek Monotonic

μονόλῠκος: ὁ, μοναδικός (στο είδος του) τεράστιος λύκος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μονό-λῠκος, ὁ,
a singularly huge wolf, Plut.