μυθολόγημα: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολογέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολογέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡθολόγημα:''' ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῡθολόγημα:''' -ατος, τό, μυθικό [[αφήγημα]], σε Πλάτ., Πλούτ. | |lsmtext='''μῡθολόγημα:''' -ατος, τό, μυθικό [[αφήγημα]], σε Πλάτ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.
German (Pape)
[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολόγημα: ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημα ἢ περιγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.
Greek Monolingual
το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῦ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.
Greek Monotonic
μῡθολόγημα: -ατος, τό, μυθικό αφήγημα, σε Πλάτ., Πλούτ.
Middle Liddell
μῡθολόγημα, ατος, τό, [from μῡθολογέω]
a mythical narrative, Plat., Plut.