νηπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhpia/zw
|Beta Code=nhpia/zw
|Definition=to [[be as a babe]], [[childish]], Erinn.in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1090.55</span> + <span class="bibl">15</span> (p.xii), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>14.20</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>12.4</span>.
|Definition=to [[be as a babe]], [[childish]], Erinn.in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1090.55</span> + <span class="bibl">15</span> (p.xii), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>14.20</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>12.4</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάζω:''' [[быть как дети]], [[уподобляться младенцам]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νηπιάζω]]) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, [[παιδιαρίζω]], [[ανοηταίνω]], μωραίνομαι<br /><b>2.</b> έχω την [[απλότητα]], την [[αθωότητα]] νηπίου, μικρού παιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως [[νήπιο]] («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)<br /><b>2.</b> (για χριστιανό) [[εισέρχομαι]] για πρώτη [[φορά]] στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.
|mltxt=(ΑΜ [[νηπιάζω]]) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, [[παιδιαρίζω]], [[ανοηταίνω]], μωραίνομαι<br /><b>2.</b> έχω την [[απλότητα]], την [[αθωότητα]] νηπίου, μικρού παιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως [[νήπιο]] («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)<br /><b>2.</b> (για χριστιανό) [[εισέρχομαι]] για πρώτη [[φορά]] στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάζω:''' [[быть как дети]], [[уподобляться младенцам]] NT.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nhpi£zw 尼披阿索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(反-說)<br />'''字義溯源''':言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自([[νήπιος]])=不能說話的),由([[νή]])X*=不)與([[ἔπος]])=話語)組成,而 ([[ἔπος]])出自([[λέγω]])*=講)。參讀 ([[νήπιος]])同源字參讀 ([[βρέφος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 嬰孩(1) 林前14:20
|sngr='''原文音譯''':nhpi£zw 尼披阿索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(反-說)<br />'''字義溯源''':言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自([[νήπιος]])=不能說話的),由([[νή]])X*=不)與([[ἔπος]])=話語)組成,而 ([[ἔπος]])出自([[λέγω]])*=講)。參讀 ([[νήπιος]])同源字參讀 ([[βρέφος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 嬰孩(1) 林前14:20
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐάζω Medium diacritics: νηπιάζω Low diacritics: νηπιάζω Capitals: ΝΗΠΙΑΖΩ
Transliteration A: nēpiázō Transliteration B: nēpiazō Transliteration C: nipiazo Beta Code: nhpia/zw

English (LSJ)

to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάζω: быть как дети, уподобляться младенцам NT.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.

English (Strong)

from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.

English (Thayer)

(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.

Chinese

原文音譯:nhpi£zw 尼披阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(反-說)
字義溯源:言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自(νήπιος)=不能說話的),由(νή)X*=不)與(ἔπος)=話語)組成,而 (ἔπος)出自(λέγω)*=講)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (βρέφος)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 嬰孩(1) 林前14:20