νυμφόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé par les nymphes, <i>càd</i> transporté de délire.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ληπτός]].
|btext=ος, ον :<br />possédé par les nymphes, <i>càd</i> transporté de délire.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ληπτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφόληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> одержимый нимфами, т. е. находящийся в исступлении, вдохновенный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[безумный]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφόληπτος:''' -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.
|lsmtext='''νυμφόληπτος:''' -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφόληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> одержимый нимфами, т. е. находящийся в исступлении, вдохновенный Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[безумный]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυμφό-ληπτος, ον,<br />caught by nymphs, Plat.
|mdlsjtxt=νυμφό-ληπτος, ον,<br />caught by nymphs, Plat.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφόληπτος Medium diacritics: νυμφόληπτος Low diacritics: νυμφόληπτος Capitals: ΝΥΜΦΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: nymphólēptos Transliteration B: nympholēptos Transliteration C: nymfoliptos Beta Code: numfo/lhptos

English (LSJ)

ον, caught by nymphs: hence, raptured, frenzied, IG12.788, Pl.Phdr.238d, Arist.EE1214a23, Plu.Arist.II.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé par les nymphes, càd transporté de délire.
Étymologie: νύμφη, ληπτός.

Russian (Dvoretsky)

νυμφόληπτος:
1) одержимый нимфами, т. е. находящийся в исступлении, вдохновенный Plat.;
2) безумный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ νυμφῶν κατεχόμενος (πρβλ. νύμφη Π. 2), Πλάτ. Φαῖδρ. 238D), Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 1. 1, 4, Πλουτ. Ἀριστείδ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 456.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νυμφόληπτος, -η, -ον)
1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες
2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό-ληπτος].

Greek Monotonic

νυμφόληπτος: -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νυμφό-ληπτος, ον,
caught by nymphs, Plat.