ξιφοκτόνος: Difference between revisions
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tue avec l'épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[κτείνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui tue avec l'épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[κτείνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῐφοκτόνος:''' [[убивающий]] (разящий) мечом (χέρες Soph.; [[δίωγμα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῐφοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει με [[σπαθί]], [[ξίφος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ξῐφοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει με [[σπαθί]], [[ξίφος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:56, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, slaying with the sword, χέρες S.Aj.10; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue avec l'épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφοκτόνος: убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; δίωγμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.
Greek Monolingual
ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
ξῐφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ξῐφο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying with the sword, Soph.