παράδυσις: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de pénétrer en se glissant.<br />'''Étymologie:''' [[παραδύομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de pénétrer en se glissant.<br />'''Étymologie:''' [[παραδύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράδῠσις:''' εως ἡ [[прокрадывание]], [[проползание]], [[проникание]]: παραδύσεις [[διδόναι]] τινί Plut. открывать кому-л. доступ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράδῠσις:''' ἡ, ύπουλο [[πέρασμα]] από δίπλα, «[[τρύπωμα]]», [[διείσδυση]], σε Δημ. | |lsmtext='''παράδῠσις:''' ἡ, ύπουλο [[πέρασμα]] από δίπλα, «[[τρύπωμα]]», [[διείσδυση]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παράδῠσις, εως, [from [[παραδύομαι]]<br />a creeping in [[beside]], [[encroachment]], Dem. | |mdlsjtxt=παράδῠσις, εως, [from [[παραδύομαι]]<br />a creeping in [[beside]], [[encroachment]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, creeping in beside, encroachment, π. κατὰ μικρόν Id.17.27; παραδύσεις διδόναι τισί Plu.2.727a; αἱ τῶν Ἰουδαίων π. J.BJ 3.7.9; βέλους π. ib. 4.7.4.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, das Hinzuschleichen, Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de pénétrer en se glissant.
Étymologie: παραδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
παράδῠσις: εως ἡ прокрадывание, проползание, проникание: παραδύσεις διδόναι τινί Plut. открывать кому-л. доступ.
Greek (Liddell-Scott)
παράδῠσις: ἡ, ἡ παρείσδυσις, τὸ παρεισέρχεσθαι, π. κατὰ μικρὸν Δημ. 219. 7· - παραδύσεις διδόναι τισὶ Πλούτ. 2. 727Α· αἱ τῶν Ἰουδαίων π. Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 9.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραδύομαι
το να τρυπώσει κανείς κρυφά κάπου.
Greek Monotonic
παράδῠσις: ἡ, ύπουλο πέρασμα από δίπλα, «τρύπωμα», διείσδυση, σε Δημ.
Middle Liddell
παράδῠσις, εως, [from παραδύομαι
a creeping in beside, encroachment, Dem.