παραχωρητικός: Difference between revisions
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.<br />'''Étymologie:''' [[παραχωρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.<br />'''Étymologie:''' [[παραχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραχωρητικός:''' [[уступчивый]]: π. τινος Plut. уступчивый в чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραχωρώ]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[παραχώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν [[παραχώρηση]], ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να κάνει παραχωρήσεις, [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την [[προοπτική]] παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ [[ὁμολογία]]» β. «παραχωρητικὸν [[ἀργύριον]], [[διεγγύημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραχωρητικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου ο [[οποίος]] [[είναι]] [[παραχωρητικός]], η [[υποχωρητικότητα]], η [[ενδοτικότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[παραχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραχωρώ]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[παραχώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν [[παραχώρηση]], ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να κάνει παραχωρήσεις, [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την [[προοπτική]] παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ [[ὁμολογία]]» β. «παραχωρητικὸν [[ἀργύριον]], [[διεγγύημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραχωρητικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου ο [[οποίος]] [[είναι]] [[παραχωρητικός]], η [[υποχωρητικότητα]], η [[ενδοτικότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A disposed to yield in respect of, δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16. II in Law. received or executed in consideration for a surrender, ἀργύριον BGU906.10 (i A.D.); διεγγύημα PLond.2.300.14 (ii A.D.); ὁμολογία Sammelb.6000.15 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 509] ή, όν, nachgebend, nachgiebig; M. Ant. 1, 16; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.
Étymologie: παραχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
παραχωρητικός: уступчивый: π. τινος Plut. уступчивый в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
παραχωρητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραχωρώ
αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση
νεοελλ.
φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις
αρχ.
1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει παραχωρήσεις, ενδοτικός, υποχωρητικός
2. αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την προοπτική παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ ὁμολογία» β. «παραχωρητικὸν ἀργύριον, διεγγύημα»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραχωρητικόν
η ιδιότητα εκείνου ο οποίος είναι παραχωρητικός, η υποχωρητικότητα, η ενδοτικότητα.