πλαγκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />errant ; qui fait errer, qui égare (<i>ép. de Bacchus</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλάζω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />errant ; qui fait errer, qui égare (<i>ép. de Bacchus</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλαγκτήρ:''' ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλαγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλάζω]]), [[είτε]] Ενεργ., αυτός που εξαπατά [[είτε]] Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πλαγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλάζω]]), [[είτε]] Ενεργ., αυτός που εξαπατά [[είτε]] Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλαγκτήρ:''' ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλαγκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλάζω]]<br />the [[beguiler]], (or [[pass]].) the roamer, of [[Bacchus]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πλαγκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλάζω]]<br />the [[beguiler]], (or [[pass]].) the roamer, of [[Bacchus]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγκτήρ Medium diacritics: πλαγκτήρ Low diacritics: πλαγκτήρ Capitals: ΠΛΑΓΚΤΗΡ
Transliteration A: planktḗr Transliteration B: planktēr Transliteration C: plagktir Beta Code: plagkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πλάζω A) either (Act.) he that leads astray, the beguiler, or (Pass.) the roamer, epithet of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.

German (Pape)

[Seite 623] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
errant ; qui fait errer, qui égare (ép. de Bacchus).
Étymologie: πλάζω.

Russian (Dvoretsky)

πλαγκτήρ: ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγκτήρ: ῆρος, ὁ, (πλάζω) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, πλάνος, ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, ἀλήτης, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου) (με ενεργ
σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος
2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + επίθημα -τηρ/-τειρα (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].

Greek Monotonic

πλαγκτήρ: -ῆρος, ὁ (πλάζω), είτε Ενεργ., αυτός που εξαπατά είτε Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, πλάζω
the beguiler, (or pass.) the roamer, of Bacchus, Anth.