προστάς: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von [[προμολή]], Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von [[προμολή]], Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστάς:''' άδος ἡ передняя Anth.<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[προΐστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α·1. ο [[μεταξύ]] δύο παραστάδων [[χώρος]] κτηρίου<br /><b>2.</b> το [[προστώο]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ [[Ὅμηρος]]<br />[[ἔνιοι]] μὲν [[παστάδα]], τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] (για το θ. <i>σταδ</i>- <b>πρβλ.</b> <i>στάδ</i>-<i>ην</i>, <i>στάδ</i>-<i>ιος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[στάς]], -[[άδος]]]. | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α·1. ο [[μεταξύ]] δύο παραστάδων [[χώρος]] κτηρίου<br /><b>2.</b> το [[προστώο]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ [[Ὅμηρος]]<br />[[ἔνιοι]] μὲν [[παστάδα]], τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] (για το θ. <i>σταδ</i>- <b>πρβλ.</b> <i>στάδ</i>-<i>ην</i>, <i>στάδ</i>-<i>ιος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[στάς]], -[[άδος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, (προΐστημι) prop. A part between the two antae (or wall-ends) of a building, Vitr.6.7.1, cf. EM688.35. II vestibule, porch, portico, Callix.1, LXX Jd.3.23, GDI3723.5 (Cos), OGI51.22 (Egypt, iii B.C.), PSI4.396 (iii B.C.), PCair.Zen.445.3, al. (iii B.C.), UPZ77 i 22 (ii B. C.), PTeb.793 xii 25, al. (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 781] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von προμολή, Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.
Russian (Dvoretsky)
προστάς: άδος ἡ передняя Anth.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к προΐστημι.
Greek (Liddell-Scott)
προστάς: -άδος, ἡ (προΐστημι) κυρίως τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, πρόδομος, ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. οἶκος· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. πρόστασις ΙΙ. - Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος· ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν.»
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου
2. το προστώο
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος
ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσταμαι (για το θ. σταδ- πρβλ. στάδ-ην, στάδ-ιος), πρβλ. παρα-στάς, -άδος].