πυκνορράξ: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]].
|btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''πυκνορράξ:''' ᾶγος adj. густо увешанный ягодами ([[βότρυς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυκνορράξ:''' ᾶγος adj. густо увешанный ягодами ([[βότρυς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πυκνορράξ]], ᾶγος, [ῥάξ]<br />[[thick]] with berries, Anth.
|mdlsjtxt=[[πυκνορράξ]], ᾶγος, [ῥάξ]<br />[[thick]] with berries, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνορράξ Medium diacritics: πυκνορράξ Low diacritics: πυκνορράξ Capitals: ΠΥΚΝΟΡΡΑΞ
Transliteration A: pyknorráx Transliteration B: pyknorrax Transliteration C: pyknorraks Beta Code: puknorra/c

English (LSJ)

ᾶγος, (ῥάξ) thick with berries, AP6.22 (Zon., ap.Suid., but πυκνόρρωγα or πυκνορρῶγα codd. as in Str.15.2.14).

French (Bailly abrégé)

ᾶγος (ὁ, ἡ)
aux grains drus ou serrés (grappe).
Étymologie: πυκνός, ῥάξ.

Russian (Dvoretsky)

πυκνορράξ: ᾶγος adj. густо увешанный ягодами (βότρυς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πυκνορράξ: ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.

Greek Monolingual

-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και πυκνορρώξ, -ῶγος, ὁ, Α
αυτός που έχει πυκνές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»].

Greek Monotonic

πυκνορράξ: -ᾶγος (ῥάξ), αυτός που έχει πυκνές ρώγες (σταφύλι), σε Ανθ.

Middle Liddell

πυκνορράξ, ᾶγος, [ῥάξ]
thick with berries, Anth.