συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=manier ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταχειρίζω]].
|btext=manier ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταχειρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' [[одновременно или совместно управлять]] (τι [[μετά]] τινος Isae.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' [[одновременно или совместно управлять]] (τι [[μετά]] τινος Isae.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταχειρίζομαι Medium diacritics: συμμεταχειρίζομαι Low diacritics: συμμεταχειρίζομαι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symmetacheirízomai Transliteration B: symmetacheirizomai Transliteration C: symmetacheirizomai Beta Code: summetaxeiri/zomai

English (LSJ)

Med, take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monotonic

συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.

Middle Liddell


Dep. to take charge of a thing with others, Isae.