στεφανωτρίς: Difference between revisions
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />propre à faire des couronnes.<br />'''Étymologie:''' [[στέφανος]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />propre à faire des couronnes.<br />'''Étymologie:''' [[στέφανος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεφᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f служащая для плетения венков, идущая на венки ([[βίβλος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε [[στέφανο]] ή [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> κατάλληλη για την [[κατασκευή]] στεφάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεφανῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (θηλ. του -<i>της</i>), [[πρβλ]]. [[κληρωτρίς]]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε [[στέφανο]] ή [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> κατάλληλη για την [[κατασκευή]] στεφάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεφανῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (θηλ. του -<i>της</i>), [[πρβλ]]. [[κληρωτρίς]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, of or fit for a crown or wreath, Apolloph.5; βύβλος Theopomp. Hist.22(c), cf. Thphr.Fr.142: also στεφᾰν-ωτίς, μυρρίναι Id.HP5.8.3.
German (Pape)
[Seite 940] ἡ, zu Kränzen gehörig, geschickt; μυῤῥίνη, Poll. 1, 27; βίβλος, Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
adj. f.
propre à faire des couronnes.
Étymologie: στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) adj. f служащая для плетения венков, идущая на венки (βίβλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφανωτρίς: ίδος-, ἡ, ἀνήκπυσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς στέφανον ἢ στέμμα, ἡ χρησιμεύουσα πρὸς κατασκευὴν στεφάνων, Ἀπόλλοφάν. ἐν «Κρήτ.» 1· βύβλος Θεοπόμπ. Ἱστ. 168, πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 36· ὡσαύτως στεφανωτίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 255.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα
2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα -τρίς (θηλ. του -της), πρβλ. κληρωτρίς.