συζύγιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συζύγιος:''' (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συζύγιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[σύζυγος]], συνδεδεμένος, συνενωμένος, [[ομόζυγος]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συζύγιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[σύζυγος]], συνδεδεμένος, συνενωμένος, [[ομόζυγος]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συζύγιος:''' (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συζύγιος]], η, ον [poetic for [[σύζυγος]]<br />joined, united, Eur.
|mdlsjtxt=[[συζύγιος]], η, ον [poetic for [[σύζυγος]]<br />joined, united, Eur.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζῠγιος Medium diacritics: συζύγιος Low diacritics: συζύγιος Capitals: ΣΥΖΥΓΙΟΣ
Transliteration A: syzýgios Transliteration B: syzygios Transliteration C: syzygios Beta Code: suzu/gios

English (LSJ)

α, ον, poet. for σύζυγος, A joined, united Χάριτες E. Hipp.1148(lyr.). II Act., joining, uniting, epithet of Hera, as patroness of marriage. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.

German (Pape)

[Seite 972] poet. statt σύζυγος, 3 Endgn, verbunden; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., verbindend, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
uni.
Étymologie: σύζυγος.

Russian (Dvoretsky)

συζύγιος: (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ σύζυγος, συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ ζυγία, ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σύζυγος
(ποιητ. τ.)
1. συνδεδεμένος, ενωμένος
2. (ενεργό (κυρίως ως προσωνυμία της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.

Greek Monotonic

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. αντί σύζυγος, συνδεδεμένος, συνενωμένος, ομόζυγος, σύζυγος, σε Ευρ.

Middle Liddell

συζύγιος, η, ον [poetic for σύζυγος
joined, united, Eur.