σφαιρωτός: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> garni d'un bouton, boutonné, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> arrondi;<br /><b>2</b> garni d'un bouton, boutonné, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφαιρωτός:''' [adj. verb. к [[σφαιρόω]] снабженный шаровидным наконечником (ἀκόντια Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφαιρωτός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει [[σφαιρίδιο]] ή [[κουμπί]] στην απόληξή του αντί αιχμής, σε Ξεν. | |lsmtext='''σφαιρωτός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει [[σφαιρίδιο]] ή [[κουμπί]] στην απόληξή του αντί αιχμής, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σφαιρωτός]], ή, όν [from [[σφαιρόω]]<br />with a button at the end, Xen. | |mdlsjtxt=[[σφαιρωτός]], ή, όν [from [[σφαιρόω]]<br />with a button at the end, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A rounded, Opp.C.2.92. II with a ball or button at the end, X.Eq.8.10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 arrondi;
2 garni d'un bouton, boutonné, moucheté.
Étymologie: σφαιρόω.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρωτός: [adj. verb. к σφαιρόω снабженный шаровидным наконечником (ἀκόντια Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιροειδής, στρογγύλος, Ὀππ. Κυν. 2. 92. ΙΙ. ἔχων σφαῖραν ἢ κομβίον κατὰ τὸ ἄκρον, ὡς τὸ ἐσφαιρωμένος, Ξεν. Ἱππ. 8. 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ σφωρῶ
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.
Greek Monotonic
σφαιρωτός: -ή, -όν, αυτός που έχει σφαιρίδιο ή κουμπί στην απόληξή του αντί αιχμής, σε Ξεν.
Middle Liddell
σφαιρωτός, ή, όν [from σφαιρόω
with a button at the end, Xen.