τειχομελής: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />dont les accents élèvent des murailles <i>en parl. de la lyre d'Amphion</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[μέλος]]. | |btext=ής, ές :<br />dont les accents élèvent des murailles <i>en parl. de la lyre d'Amphion</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[μέλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχομελής:''' [[своими звуками воздвигающий стены]] ([[κιθάρη]], sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχομελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη [[λύρα]] του Αμφίονα, σε Ανθ. | |lsmtext='''τειχομελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη [[λύρα]] του Αμφίονα, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τειχο-μελής, ές [[μέλος]]<br />walling by [[music]], of [[Amphion]]'s [[lyre]], Anth. | |mdlsjtxt=τειχο-μελής, ές [[μέλος]]<br />walling by [[music]], of [[Amphion]]'s [[lyre]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, walling by music, of Amphion's lyre, AP9.216 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 1081] ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιθάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont les accents élèvent des murailles en parl. de la lyre d'Amphion.
Étymologie: τεῖχος, μέλος.
Russian (Dvoretsky)
τειχομελής: своими звуками воздвигающий стены (κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τειχομελής: -ές, ὁ τειχίζων διὰ μουσικῆς, ἐπὶ τῆς λύρας τοῦ Ἀμφίονος, Ἀνθ. Π. 9. 216.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα του Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ-μελής].
Greek Monotonic
τειχομελής: -ές (μέλος), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη λύρα του Αμφίονα, σε Ανθ.
Middle Liddell
τειχο-μελής, ές μέλος
walling by music, of Amphion's lyre, Anth.