σπινθαρίς: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπινθᾰρίς:''' ίδος (ῐο) ἡ HH = [[σπινθήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπινθᾰρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σπινθήρ]], [[σπίθα]], [[σπινθήρας]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''σπινθᾰρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[σπινθήρ]], [[σπίθα]], [[σπινθήρας]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]]<br />a [[spark]], Hhymn. | |mdlsjtxt=σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]]<br />a [[spark]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= σπινθήρ, spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.
German (Pape)
[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.
Russian (Dvoretsky)
σπινθᾰρίς: ίδος (ῐο) ἡ HH = σπινθήρ.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του
2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες
σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του σπινθήρ, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα του πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].
Greek Monotonic
σπινθᾰρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, σπίθα, σπινθήρας, σε Ομηρ. Ύμν.