τολμητός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut oser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τολμάω]].
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut oser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τολμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τολμητός:''' дор. [[τολματός|τολμᾱτός]] 3 и 2 [adj. verb. к [[τολμάω]] отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς [[τολμητός]] Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τολμητός:''' дор. [[τολματός|τολμᾱτός]] 3 и 2 [adj. verb. к [[τολμάω]] отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς [[τολμητός]] Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τολμητός]], ή, όν verb. adj. of [[τολμάω]]<br />to be ventured; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are [[within]] the [[compass]] of his [[daring]], Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.
|mdlsjtxt=[[τολμητός]], ή, όν verb. adj. of [[τολμάω]]<br />to be ventured; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are [[within]] the [[compass]] of his [[daring]], Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητός Medium diacritics: τολμητός Low diacritics: τολμητός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tolmētós Transliteration B: tolmētos Transliteration C: tolmitos Beta Code: tolmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.

German (Pape)

[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.

Russian (Dvoretsky)

τολμητός: дор. τολμᾱτός 3 и 2 [adj. verb. к τολμάω отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς τολμητός Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.

Greek Monotonic

τολμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτός που μπορεί κάποιος να τον τολμήσει· ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· ἐλπὶς τολμητή, σε Ευρ.

Middle Liddell

τολμητός, ή, όν verb. adj. of τολμάω
to be ventured; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are within the compass of his daring, Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.