φιλαπεχθήμων: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />malveillant, haineux, hargneux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπεχθάνομαι]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />malveillant, haineux, hargneux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαπεχθήμων:''' 2, gen. ονος враждебно настроенный, сварливый Lys., Isocr., Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰπεχθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἀπεχθάνομαι]]), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, [[εριστικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., [[φιλαπεχθημόνως]] ἔχειν, έχω φιλέριδη [[διάθεση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλᾰπεχθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἀπεχθάνομαι]]), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, [[εριστικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., [[φιλαπεχθημόνως]] ἔχειν, έχω φιλέριδη [[διάθεση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαπεχθήμων:''' 2, gen. ονος враждебно настроенный, сварливый Lys., Isocr., Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰπεχθήμων, ονος, [[ἀπεχθάνομαι]]<br />[[fond]] of [[making]] enemies, [[quarrelsome]], Isocr., Dem. adv., [[φιλαπεχθημόνως]] ἔχειν to be [[quarrelsome]], Plat.
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰπεχθήμων, ονος, [[ἀπεχθάνομαι]]<br />[[fond]] of [[making]] enemies, [[quarrelsome]], Isocr., Dem. adv., [[φιλαπεχθημόνως]] ἔχειν to be [[quarrelsome]], Plat.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπεχθήμων Medium diacritics: φιλαπεχθήμων Low diacritics: φιλαπεχθήμων Capitals: ΦΙΛΑΠΕΧΘΗΜΩΝ
Transliteration A: philapechthḗmōn Transliteration B: philapechthēmōn Transliteration C: filapechthimon Beta Code: filapexqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, fond of making enemies, quarrelsome, Lys. 24.24, Isoc. 8.65, D. 24.6 ; Sup., Jul. Mis. 342d. Adv. φιλαπεχθημόνως, ἔχειν to be quarrelsome, Pl. R. 500b ; πρός τινα Ph. 2.381.

German (Pape)

[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
malveillant, haineux, hargneux, méchant.
Étymologie: φίλος, ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπεχθήμων: 2, gen. ονος враждебно настроенный, сварливый Lys., Isocr., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.).
επίρρ...
φιλαπεχθημόνως Α
με φιλαπεχθημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. -ονος (ἀπεχθάνομαι), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, εριστικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, έχω φιλέριδη διάθεση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰπεχθήμων, ονος, ἀπεχθάνομαι
fond of making enemies, quarrelsome, Isocr., Dem. adv., φιλαπεχθημόνως ἔχειν to be quarrelsome, Plat.