φίλτατος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>Sp. de</i> [[φίλος]]. | |btext=<i>Sp. de</i> [[φίλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φίλτατος:''' superl. к [[φίλος]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φίλτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Τραγ. | |lsmtext='''φίλτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ. one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt.314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.
German (Pape)
[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.
French (Bailly abrégé)
Sp. de φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φίλτατος: superl. к φίλος I.
Greek (Liddell-Scott)
φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.
English (Autenrieth)
see φίλος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α
(υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα
τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τατος τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].
Greek Monotonic
φίλτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.
Middle Liddell
φίλτατος, η, ον [irreg. Sup. of φίλος, Hom., Trag.]