φραστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дающий указания]], [[указчик]] Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φραστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[φράζω]]), [[ομιλητής]], αυτός που καθοδηγεί, [[πληροφοριοδότης]], <i>τινος</i>, για ή σχετικά με ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>φραστὴρ ὁδῶν</i>, [[οδηγός]], στον ίδ.· <i>φραστῆρες ὀδόντες</i>, τα δόντια που δηλώνουν την [[ηλικία]].
|lsmtext='''φραστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[φράζω]]), [[ομιλητής]], αυτός που καθοδηγεί, [[πληροφοριοδότης]], <i>τινος</i>, για ή σχετικά με ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>φραστὴρ ὁδῶν</i>, [[οδηγός]], στον ίδ.· <i>φραστῆρες ὀδόντες</i>, τα δόντια που δηλώνουν την [[ηλικία]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дающий указания]], [[указчик]] Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]).
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραστήρ Medium diacritics: φραστήρ Low diacritics: φραστήρ Capitals: ΦΡΑΣΤΗΡ
Transliteration A: phrastḗr Transliteration B: phrastēr Transliteration C: frastir Beta Code: frasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.

German (Pape)

[Seite 1303] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui indique, explique ou montre.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φραστήρ: ῆρος ὁ
1) дающий указания, указчик Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;
2) (sc. ὀδούς) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. φράτηρ).

Greek (Liddell-Scott)

φραστήρ: ῆρος, ὁ (φράζω) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, ὁδηγός, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, ὁδηγός, αὐτόθι 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. ἑπτέτης (πρβλ. φράτηρ).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι
2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — οδηγός
β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + κατάλ. -τήρ].

Greek Monotonic

φραστήρ: -ῆρος, ὁ (φράζω), ομιλητής, αυτός που καθοδηγεί, πληροφοριοδότης, τινος, για ή σχετικά με ένα πράγμα, σε Ξεν.· φραστὴρ ὁδῶν, οδηγός, στον ίδ.· φραστῆρες ὀδόντες, τα δόντια που δηλώνουν την ηλικία.