φρουρητός: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />que l'on peut garder ; gardé.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />que l'on peut garder ; gardé.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρουρητός:''' (хорошо) защищенный (sc. [[κόχλος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρουρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φρουρέω]], αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ. | |lsmtext='''φρουρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φρουρέω]], αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φρουρητός]], ή, όν verb. adj. of [[φρουρέω]]<br />watched, [[guarded]], Anth. | |mdlsjtxt=[[φρουρητός]], ή, όν verb. adj. of [[φρουρέω]]<br />watched, [[guarded]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, watched, guarded, AP6.230 (Quint.).
German (Pape)
[Seite 1310] adj. verb. von φρουρέω, bewacht, beschützt, Qu. Maec. 5 (VI, 230) u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l'on peut garder ; gardé.
Étymologie: φρουρέω.
Russian (Dvoretsky)
φρουρητός: (хорошо) защищенный (sc. κόχλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φρουρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν φρονοῦσιν ἢ φυλάττουσιν· ἢ ὁ δυνάμενος νὰ φρουρηθῇ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρουρῶ
αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.
Greek Monotonic
φρουρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρουρητός, ή, όν verb. adj. of φρουρέω
watched, guarded, Anth.