φιλόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les Muses, <i>càd</i> les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον <i>c.</i> [[φιλομουσία]];<br /><b>2</b> qui aime la musique;<br /><i>Sp.</i> φιλομουσότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μοῦσα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les Muses, <i>càd</i> les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον <i>c.</i> [[φιλομουσία]];<br /><b>2</b> qui aime la musique;<br /><i>Sp.</i> φιλομουσότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μοῦσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόμουσος:'''<br /><b class="num">1)</b> преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; [[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[любящий музыку]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''φῐλόμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόμουσος:'''<br /><b class="num">1)</b> преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; [[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[любящий музыку]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμουσος Medium diacritics: φιλόμουσος Low diacritics: φιλόμουσος Capitals: ΦΙΛΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: philómousos Transliteration B: philomousos Transliteration C: filomousos Beta Code: filo/mousos

English (LSJ)

ον, loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr.259b, R.548e, X.Cyr.5.1.1; μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62 K., etc.; λόγοι φ. Ar.Nu.358 (anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les Muses, càd les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον c. φιλομουσία;
2 qui aime la musique;
Sp. φιλομουσότατος.
Étymologie: φίλος, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμουσος:
1) преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; ἀνήρ Plat.);
2) любящий музыку Xen.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμουσος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς Μούσας, ἢ τὴν μουσικήν, δελφὶς Ἀρίων ἐν Begk. Lyr. σ. 567· καθόλου, ὁ ἀγαπῶν τὴν μουσικὴν καὶ τὰς καλὰς τέχνας, ὁ ἔχων ὑψηλὴν καὶ πλήρη παίδευσιν, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259Β, Πολιτ. 548, Ξεν., κλπ.· φ. λόγοι Ἀριστοφ. Νεφ. 357· ― τὸ φιλόμουσον, = φιλομουσία, Πλούτ. 2. 984Β, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμουσος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) φιλομαθής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον
η φιλομουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό-μουσος].

Greek Monotonic

φῐλόμουσος: -ον (μοῦσα), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη μουσική και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

φῐλό-μουσος, ον, μοῦσα
loving the Muses, generally, loving music and the arts, Ar., Plat., etc.

English (Woodhouse)

accomplished, clever, cultured, refined, acquainted with literature

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)