φοινικόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux ailes d'un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πτερόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux ailes d'un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πτερόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόπτερος:''' ὁ (sc. [[ὄρνις]]) багрянокрыл, т. е. фламинго Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόπτερος:''' -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φοινῑκόπτερος:''' -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόπτερος:''' ὁ (sc. [[ὄρνις]]) багрянокрыл, т. е. фламинго Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πτερος, ον,<br />red-[[feathered]]: [[name]] of a waterbird, perhaps the flamingo, Ar.
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πτερος, ον,<br />red-[[feathered]]: [[name]] of a waterbird, perhaps the flamingo, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπτερος Medium diacritics: φοινικόπτερος Low diacritics: φοινικόπτερος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: phoinikópteros Transliteration B: phoinikopteros Transliteration C: foinikopteros Beta Code: foiniko/pteros

English (LSJ)

ον, A red-feathered: as substantive, φ., ὁ, flamingo, Phoenicopterus antiquorum Ar.Av.273 (troch.); also ὄρνις φ. Cratin. 114. II = φοῖνιξ 111.4, Ps.-Dsc.4.43.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurnen Flügeln; ὄρνις Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ φοινικόπτερος, ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes d'un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπτερος: ὁ (sc. ὄρνις) багрянокрыл, т. е. фламинго Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπτερος: -ον, ὁ ἔχων κόκκινα πτερά, ― εἶδος πτηνοῦ βιοῦντος παρὰ τὰ ὕδατα, Phoenicopterus, Ἀριστ. Ὄρν. 273, πρβλ. Juvenal. 11. 139· ὡσαύτως, ὄρνιθα φοινικόπτερον Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 4.

Greek Monolingual

(I)
ο / φοινικόπτερος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια φοινικοπτερίδες, το κοινώς σήμερα γνωστό φλαμίνγκο
αρχ.
αυτός που έχει κόκκινα φτερά («ὄρνιθα φοινικόπτερον», Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος, «πορφυρό χρώμα» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος, χρυσό-πτερος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. phoenicopterus].
(II)
ὁ, ΜΑ
ζιζάνιο τών σιτηρών, η αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος].

Greek Monotonic

φοινῑκόπτερος: -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φοινῑκό-πτερος, ον,
red-feathered: name of a waterbird, perhaps the flamingo, Ar.