χαλκεόφωνος: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la voix forte <i>ou</i> retentissante comme l'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[φωνή]]. | |btext=ος, ον :<br />à la voix forte <i>ou</i> retentissante comme l'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκεόφωνος:''' медноголосый, т. е. громогласный ([[Στέντωρ]] Hom.; [[Κέρβερος]] Hes.; [[ἀοιδή]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκεόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ. | |lsmtext='''χαλκεόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χαλκεό-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />with [[voice]] of [[brass]], i. e. [[strong]] and [[clear]], Il., Hes. | |mdlsjtxt=χαλκεό-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />with [[voice]] of [[brass]], i. e. [[strong]] and [[clear]], Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with voice of brass, i. e. ringing strong and clear, of Stentor, Il.5.785; of Cerberus, Hes.Th.311.
German (Pape)
[Seite 1330] mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix forte ou retentissante comme l'airain.
Étymologie: χαλκός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεόφωνος: медноголосый, т. е. громогласный (Στέντωρ Hom.; Κέρβερος Hes.; ἀοιδή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν χαλκῆν, δηλ. ἠχηρὰν καὶ εὐκρινῆ, ἐπὶ τοῦ Στέντορος, Ἰλ. Ε. 785· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἡσ. Θεογ. 311· πρβλ. χαλκοβόας.
English (Autenrieth)
with brazen voice, epithet of Stentor, Il. 5.785†.
Greek Monolingual
και χαλκόφωνος, -ον, Α
αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].
Greek Monotonic
χαλκεόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.
Middle Liddell
χαλκεό-φωνος, ον, φωνή
with voice of brass, i. e. strong and clear, Il., Hes.