ἀΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωρ, ορ ; <i>gén.</i> ορος;<br />qui ne sait pas, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἵστωρ]].
|btext=ωρ, ορ ; <i>gén.</i> ορος;<br />qui ne sait pas, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἵστωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀΐστωρ:''' ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀΐστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[α- στερητικό]], [[εἰδέναι]]), αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.· <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀΐστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[α- στερητικό]], [[εἰδέναι]]), αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.· <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀΐστωρ:''' ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.
}}
}}

Revision as of 17:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐστωρ Medium diacritics: ἀΐστωρ Low diacritics: αΐστωρ Capitals: ΑΪΣΤΩΡ
Transliteration A: aḯstōr Transliteration B: aistōr Transliteration C: aistor Beta Code: a)i/+stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, unknowing, unaware, ἀΐστωρ ὢν αὐτός Pl.Lg. 845b: c. gen., μάχης E.Andr.682.

German (Pape)

[Seite 62] ορος (οἶδα), unwissend, unkundig, ὅπλων καὶ μάχης Eur. Andr. 683; Plat. Legg. VIII, 845 a.

French (Bailly abrégé)

ωρ, ορ ; gén. ορος;
qui ne sait pas, gén..
Étymologie: , ἵστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐστωρ: ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, ἀμαθής, ἄπειρος, μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, ἀΐστωρ ὤν αὐτός, Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἀνδρ. 682.

Greek Monotonic

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (α- στερητικό, εἰδέναι), αυτός που αγνοεί κάτι, απληροφόρητος, αυτός που δεν έχει συνείδηση για κάτι, σε Πλάτ.· τινός, ενός πράγματος, σε Ευρ.