ἀκομιστία: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />incurie, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />incurie, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκομιστία:''' ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность ([[ἄλη]] τ᾽ ἀ. τε Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκομιστία:''' Επικ. -ίη[ῑ], <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀκομιστία:''' Επικ. -ίη[ῑ], <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκομιστία:''' ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность ([[ἄλη]] τ᾽ ἀ. τε Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀκόμιστος]]<br />[[want]] of tending or [[care]], Od.
|mdlsjtxt=[from [[ἀκόμιστος]]<br />[[want]] of tending or [[care]], Od.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκομιστία Medium diacritics: ἀκομιστία Low diacritics: ακομιστία Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΙΑ
Transliteration A: akomistía Transliteration B: akomistia Transliteration C: akomistia Beta Code: a)komisti/a

English (LSJ)

Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ, lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: , κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκομιστία: ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность (ἄλη τ᾽ ἀ. τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.

Greek Monolingual

ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.

Greek Monotonic

ἀκομιστία: Επικ. -ίη[ῑ], , έλλειψη επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from ἀκόμιστος
want of tending or care, Od.