ἀκροατικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἀκροαματικός]];<br /><b>2</b> qui concerne un lecteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἀκροαματικός]];<br /><b>2</b> qui concerne un lecteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[произносимый перед слушателями]], [[устный]] ([[λόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдаваемый в виде вознаграждения слушателям]] ([[μισθός]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροᾱτικός:''' -ή, -όν ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που ταιριάζει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[ακρόαση]], [[μισθός]] ἀκρ., ο [[μισθός]] του διδασκάλου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀκροᾱτικός:''' -ή, -όν ([[ἀκροάομαι]]), αυτός που ταιριάζει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[ακρόαση]], [[μισθός]] ἀκρ., ο [[μισθός]] του διδασκάλου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[произносимый перед слушателями]], [[устный]] ([[λόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдаваемый в виде вознаграждения слушателям]] ([[μισθός]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκροάομαι]]<br />of or for [[hearing]], μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.
|mdlsjtxt=[[ἀκροάομαι]]<br />of or for [[hearing]], μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.
}}
}}

Revision as of 17:17, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱτικός Medium diacritics: ἀκροατικός Low diacritics: ακροατικός Capitals: ΑΚΡΟΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akroatikós Transliteration B: akroatikos Transliteration C: akroatikos Beta Code: a)kroatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for hearing; μισθὸς ἀκροατικός = lecturer's fee, Luc.Dem.Enc.25. Adv. ἀκροατικῶς, ἔχειν to be fond of hearing, Ph.1.215. 2 = ἀκροαματικός, λόγοι Arist.Fr.662, Iamb.Protr.21.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1destinado al oyente μισθὸς ἀ. sueldo por escuchar Luc.Dem.Enc.25.
2 de tipo esotérico-dogmático λόγοι Arist.Fr.662, διδασκαλία Plu.Alex.7
subst. τὸ ἀ. op. τὸ ἐξωτερικόν Iambl.Protr.21.
II adv. ἀκροατικῶς = con disposición para oír ἔχειν Ph.1.215.

German (Pape)

[Seite 82] das Hören betreffend, μισθός, das Honorar, Luc. Enc. Dem. 25; – ἀκροατικῶς ἔχειν, gern hören wollen, Philo.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 c. ἀκροαματικός;
2 qui concerne un lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροᾱτικός:
1) произносимый перед слушателями, устный (λόγος Arst.);
2) выдаваемый в виде вознаграждения слушателям (μισθός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀκρόασιν, ἀκρ. λόγοι, ἐσωτερικοί, βαθύτεροι λόγοι (ἴδε ἀκροαματικός), Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· μισθὸς ἀκρ., ὁ μισθὸς τοῦ διδάσκοντος, Λατ. honorarium, Λουκ. Ἐγκώμ. Δημ. 25. ― Ἐπίρρ. ἀκροατικῶς ἔχειν, ἀγαπῶ νὰ ἀκροῶμαι, Φίλων 1. 215, κτλ.

Greek Monolingual

ἀκροατικός, -ή, -όν (Α) ἀκροατής
1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός
2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων
3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους.

Greek Monotonic

ἀκροᾱτικός: -ή, -όν (ἀκροάομαι), αυτός που ταιριάζει ή είναι κατάλληλος για ακρόαση, μισθός ἀκρ., ο μισθός του διδασκάλου, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἀκροάομαι
of or for hearing, μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.