ἀμία: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμία:''' ἡ [[амия]] (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμία]], η και [[ἀμίας]], ο (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, ίσως η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, [[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>mehi</i>, <i>mhit</i> (= [[ονομασία]] ψαριού)].
|mltxt=[[ἀμία]], η και [[ἀμίας]], ο (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, ίσως η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, [[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>mehi</i>, <i>mhit</i> (= [[ονομασία]] ψαριού)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμία:''' ἡ [[амия]] (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμία Medium diacritics: ἀμία Low diacritics: αμία Capitals: ΑΜΙΑ
Transliteration A: amía Transliteration B: amia Transliteration C: amia Beta Code: a)mi/a

English (LSJ)

(A), ἡ, kind of A tunny, which ascends rivers, perhaps bonito, Sotad.Com.1.26, Archipp.20,Arist.HA506b13, Fr.308:—also ἀμίας, ου, ὁ, MatroConv.61:—gender indeterminate, Epich.59, cf.124, Arist. HA488a7, al.
ἀμία (B)· φυλακία, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμίας, -ου, ὁ Matro Conu.61
ict. un tipo de bonito, Palamys sarda CV, Epich.23, 71, Archipp.20, Matro l.c., Archestr.35.1, Arist.HA 488a6, 506b13, Fr.308, Sotad.Com.1.26, PCair.Zen.83.2 (III a.C.), Plin.HN 9.49, Plu.2.966a, Ael.NA 16.12, Opp.H.2.554, 3.144.
• Etimología: Existe una propuesta de relación c. egipcio mhit.
φυλάκια Hsch.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ (Matr. bei Ath. IV, 135 c ἀμίας, ὁ), eine Art Thunfisch, Arist. H. A. 6, 17; Opp. H. 2, 154.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte de thon, poisson.
Étymologie: DELG -.

Russian (Dvoretsky)

ἀμία:амия (рыба, разновидность тунца) Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμία: ἡ, γόμφος, γομφάριον, κοινῶς «γουφάρι»· ὁ ἰχθὺς οὗτος ἔχει ὀδόντας ἰσχυρούς, καθὰ δὲ λέγει ὁ Ἀριστ., «καὶ τῶν ἰσχυροτέρων ἰχθύων περιγίνεται»· καταφρονεῖ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν δελφίνων, ὡς λέγει ὁ Ὀππ. Ἁλ. Β, 554: καὶ ὁ τρώκτης δὲ ἦτο συνώνυμος τῇ ἀμίᾳ (Αἰλ. π. Ζ. Α. 5). «Ἀριστοτέλης τὰς ἀμίας περὶ Ἀλωπεκόννησον καὶ ἐν τῇ Βιστονίδι λίμνῃ γίνεσθαι λέγει μάλιστα» (περὶ Ζ. Ἱστ. Η΄, 13) Κορ. σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 76· ὡσαύτως ἀρσ. ἀμίας, ου, ὁ, κυανόχρως δ’ ἀμίας... μέγας Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135F. - ἐν πολλοῖς χωρίοις τὸ γένος εἶναι ἀβέβαιον, Ἐπίχ. 30 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 7, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24., 8. 2, 24, καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

ἀμία, η και ἀμίας, ο (Α)
είδος ψαριού, ίσως η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να πρόκειται για λ. αιγυπτιακής προέλευσης, πρβλ. αιγυπτ. mehi, mhit (= ονομασία ψαριού)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of tunny, which ascends rivers, perhaps bonito (Sotad. Com.).
Other forms: -ίας m.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Thompson Fishes s. v. supposes Egyptian origin (mehi, mḥit name of a fish). Cf. Strömberg Fischnamen 128; De Saint Denis, Animaux marins s.v.

Frisk Etymology German

ἀμία: {amía}
Forms: -ίας m.
Grammar: f.,
Meaning: Art Thunfisch, die in die Flüsse geht (Kom., Arist.).
Etymology: Unerklärt. Thompson Fishes s. v. vermutet ägyptischen Ursprung (mehi, mḥit Fischname). Vgl. noch Strömberg Fischnamen 128.
Page 1,93