ἀμεμφής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> irréprochable;<br /><b>2</b> qui ne fait pas de reproche de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέμφομαι]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> irréprochable;<br /><b>2</b> qui ne fait pas de reproche de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέμφομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμεμφής:''' Aesch., Pind., Plut. = [[ἄμεμπτος]] 1 и 2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμεμφής:''' -ές = [[ἄμεμπτος]] I, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. [[ἄμεμπτος]] II, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀμεμφής:''' -ές = [[ἄμεμπτος]] I, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. [[ἄμεμπτος]] II, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=(see also: [[ἄμεμπτος]]) [[irreproachable]], [[free from reproach]] | |woodrun=(see also: [[ἄμεμπτος]]) [[irreproachable]], [[free from reproach]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:23, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, mostly in pass. sense,
A = ἄμεμπτος 1 (irreproachable, uncensuring), IG12(3).1075 (Melos), Pi.O.6.46, A.Pers.168, Supp.581; in epitaph, Εὔκλειαν ἀ. Ἀρχ. Ἐφ. 1910.66 (Piraeus):—poet. and late Prose, Plu.Cim.2, Jul. Or.2.99a.
II Act., = ἄμεμπτος ΙΙ, Plu.2.610e; ἀ. τῶν ἀμελειῶν Id.Aem.3. Adv. ἀμεμφῶς = without blame, Ion. ἀμεμφέως Orph.H.43.11.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de cosas y abstr. irreprochable, intachable, magnífico Φιλότητος ἀμεμφέος ἄμβροτος ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.O.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.Pers.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς ἄγαλμα IG 12(3).1075 (Melos V a.C.), δῆρις A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), βίος Plu.Cim.2, ἔργον Plu.2.439b, ἀρχή Iul.Or.3.99a, βότρυς Nonn.D.24.229
•tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.Supp.581.
2 que no reprocha, que no se queja εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia Plu.Aem.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte Plu.2.610e.
II adv. ἀμεμφῶς, jón. ἀμεμφέως = irreprochable, magníficamente οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.H.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις MAMA 8.413 a 17 (Afrodisias).
German (Pape)
[Seite 121] ές, dasselbe, παῖς Aesch. Suppl. 576; πλοῦτος Pers. 164; Pind. ἰὸς μελισσᾶν Ol. 6, 46; Sp. D.; Plut. Cim. 2, der es auch act. braucht, τινός, Aemil. P. 3. Bei Hom. Iliad. 12, 435 v.l. ἀμεμφέα μισθόν, s. Scholl.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 irréprochable;
2 qui ne fait pas de reproche de, gén..
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεμφής: Aesch., Pind., Plut. = ἄμεμπτος 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφής: -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ παθητ. σημασ. = ἄμεμπτος Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. ἀμόμφητος: ― ποιητ. τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = ἄμεμπτος ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -φέως, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.
English (Slater)
ᾰμεμφής blameless δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.46)
Greek Monolingual
ἀμεμφής, -ές (Α)
ο άμεμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μεμφὴς < μέμφομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεμφία.
Greek Monotonic
ἀμεμφής: -ές = ἄμεμπτος I, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ. ἄμεμπτος II, σε Πλούτ.
English (Woodhouse)
(see also: ἄμεμπτος) irreproachable, free from reproach