ἀναγραφεύς: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />greffier <i>ou</i> secrétaire d'État.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγράφω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />greffier <i>ou</i> secrétaire d'État.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγράφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγρᾰφεύς:''' έως ὁ писец, секретарь: τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν ἀ. Lys. переписчик (кодификатор) гражданских и религиозных законов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγρᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀναγράφω]]), [[αρμόδιος]] για τις αναγραφές, τις καταχωρήσεις, [[γραμματέας]], σε Λυσ. | |lsmtext='''ἀναγρᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀναγράφω]]), [[αρμόδιος]] για τις αναγραφές, τις καταχωρήσεις, [[γραμματέας]], σε Λυσ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναγράφω]]<br />a [[registrar]], [[Lysias]]. | |mdlsjtxt=[[ἀναγράφω]]<br />a [[registrar]], [[Lysias]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, A recorder, esp. as title of commissioners appointed to codify laws, IG1.61, cf. Lys.30.2,25. II registrar of decrees, IG2.192c, cf. 191. III plan, pattern, design, IG2.1054b33, Ph.Bel.52.42.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Alolema(s): ἀγγροφεύς IAE 42.65 (III a.C.)
1 registrador de decretos, IG 12.115.5 (V a.C.), Lys.30.2, 25, IG 22.384 (IV a.C.), 22.1700.215 (IV a.C.), IAE l.c.
2 plano, diseño, IG 22.1666 A.34 (IV a.C.), Ph.Bel.52.42.
German (Pape)
[Seite 184] έως, ὁ, der Aufschreiber, ἀναγραφεὺς νόμων Lys. 30, 2, der die Gesetze des Solon abschreiben mußte, übh. der Beamte, der die ἀναγραφή besorgen muß.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
greffier ou secrétaire d'État.
Étymologie: ἀναγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγρᾰφεύς: έως ὁ писец, секретарь: τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν ἀ. Lys. переписчик (кодификатор) гражданских и религиозных законов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραφεύς: έως, ὁ, ὁ ἐπὶ τῶν ἀναγραφῶν γραμματεύς, ὁ ἐγγράφων εἰς πίνακας τοὺς νόμους τῆς πόλεως καὶ ἀντιγράφων τοὺς τοῦ Σόλωνος, Λατ. scriba publicus, τῶν νόμων ἀναγρ. Λυσ. 183. 11· τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων 185, 33: πρβλ. Βοικχ. Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. σ. 63. Περὶ ἑτέρας σημ. τῆς λέξεως παρὰ Φιλ. Βελοπ. σ. 51, ἴδε Στεφ. Θησ. ἐν λέξει.
Greek Monotonic
ἀναγρᾰφεύς: -έως, ὁ (ἀναγράφω), αρμόδιος για τις αναγραφές, τις καταχωρήσεις, γραμματέας, σε Λυσ.