ἀναμέτρησις: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer, d'apprécier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer, d'apprécier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμέτρησις:''' εως ἡ досл. измерение, перен. оценка, определение (τινος πρὸς [[ἀργύριον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναμέτρησις:''' -εως, ἡ ([[ἀναμετρέω]]), [[καταμέτρηση]], τινος [[πρός]] τι, ένα [[πράγμα]] προς ένα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναμέτρησις:''' -εως, ἡ ([[ἀναμετρέω]]), [[καταμέτρηση]], τινος [[πρός]] τι, ένα [[πράγμα]] προς ένα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναμετρέω]]<br />a [[measurement]], τινος πρός τι of one [[thing]] by [[another]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἀναμετρέω]]<br />a [[measurement]], τινος πρός τι of one [[thing]] by [[another]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A measurement, τῆς γῆς Str.1.1.20, cf. POxy.918xi14 (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων Iamb.Myst.9.4. 2 estimate, τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι Plu.Sol.27, cf. Hierocl.in CA19p.461M.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medición, medida τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero Dioptr.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ POxy.918.11.14 (II a.C.), σπόρου PTeb.288.4 (III a.C.), σχοινίου PFlor.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.Myst.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida Horap.2.13, cf. PCair.8.8.10 (IV a.C.), PCair.Isidor.12.29 (IV a.C.).
2 fig. valoración πρὸς ἀργύριον ... τῆς εὐδαιμονίας ... ἀναμέτρησις Plu.Sol.27
•cómputo τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.in CA 19.7.
3 pago πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta, PPanop.2.5 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 198] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mesurer, d'apprécier.
Étymologie: ἀναμετρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμέτρησις: εως ἡ досл. измерение, перен. оценка, определение (τινος πρὸς ἀργύριον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμέτρησις: -εως, ἡ, καταμέτρησις, τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) ἐκτίμησις πράγματός τινος παραβαλλομένου πρός τι, «εἰ μὴ πρὸς ἀργύριον πολὺ μηδὲ χρυσίον τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.
Greek Monotonic
ἀναμέτρησις: -εως, ἡ (ἀναμετρέω), καταμέτρηση, τινος πρός τι, ένα πράγμα προς ένα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναμετρέω
a measurement, τινος πρός τι of one thing by another, Plut.