ἀνεξικακία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />résignation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεξίκακος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />résignation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεξίκακος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξικᾰκία:''' ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀνεξικακία]])<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[ανεκτικός]] [[προς]] τους κακούς, [[αμνησικακία]], [[πραότητα]], [[μακροθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπομονή]], [[καρτερία]].
|mltxt=η (AM [[ἀνεξικακία]])<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[ανεκτικός]] [[προς]] τους κακούς, [[αμνησικακία]], [[πραότητα]], [[μακροθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπομονή]], [[καρτερία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξικᾰκία:''' ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκία Medium diacritics: ἀνεξικακία Low diacritics: ανεξικακία Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ
Transliteration A: anexikakía Transliteration B: anexikakia Transliteration C: aneksikakia Beta Code: a)necikaki/a

English (LSJ)

ἡ, forbearance, Plu.2.90e, Luc.Par.53, Hld.10.12; ἀ. πόνων patient endurance under . ., Hdn.3.8.8, cf. Eun.Hist.p.258D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 resignación ἵνα ... δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ LXX Sap.2.19, cf. Plu.2.90e, Epict.Ench.10, Luc.Par.53, Hld.10.12.2, Eun.Hist.p.258
paciencia de Dios, Clem.Al.Paed.1.9.79
como virtud cristiana, Clem.Al.Paed.3.12.91
c. gen. acción de soportar πόνων Hdn.3.8.8.
2 como tratamiento Vuestra Resignación μέμνηται ἡ ὑμετέρα ἀ. Const. en Thdt.HE 1.20.5.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, Langmuth im Ertragen von Beleidigungen, Plut. de cap. util. ex hist. p. 280; Coriol. 15; Luc. Paras. 53; πόνων, Ausdauer, Hdn. 3, 8, 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résignation.
Étymologie: ἀνεξίκακος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξικᾰκία: ἡ (долго)терпение, терпеливость, безропотность Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξῐκᾰκία: ἡ, μακροθυμία, Πλουτ. 2. 90E. κτλ.· ἀν. πόνων, ὑπομονή, καρτερία ἐν τοῖς κόποις, Ἡροδ. 3. 8: - πρβλ. Λεξ. ἀθησαυρ. λέξ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.