ἀντίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σταθμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σταθμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίσταθμος:''' досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίσταθμος:''' досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίσταθμος Medium diacritics: ἀντίσταθμος Low diacritics: αντίσταθμος Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: antístathmos Transliteration B: antistathmos Transliteration C: antistathmos Beta Code: a)nti/staqmos

English (LSJ)

ον, (σταθμός) counterpoising, balancing, τινί Pl.Sph.229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S. 5.29: metaph., in compensation for, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571.

Spanish (DGE)

-ον
1 c. dat. que contrapesa, que equilibra μέρεσιν Pl.Sph.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.
2 c. gen. que es contrapartida de ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.

German (Pape)

[Seite 260] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ δέχομαι D. Sic. 5, 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..
Étymologie: ἀντί, σταθμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίσταθμος: досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσταθμος: -ον, (στάθμη), ἰσοβαρής, ἰσοζυγής, ἰσόρροπος, τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς πατήρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.

Greek Monolingual

ἀντίσταθμος, -ον (Α)
1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής
2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό.

Greek Monotonic

ἀντίσταθμος: -ον (στάθμη), αντίβαρο, αντιστάθμισμα, ως αντιστάθμισμα προς, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

στάθμη
counterpoising: in compensation for, c. gen., Soph.

English (Woodhouse)

compensating for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)