Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιμετάληψις: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />échange, changement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιμεταλαμβάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />échange, changement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιμεταλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμετάληψις:''' εως ἡ [[смена]], [[перемена]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιμετάληψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]] στο αντίθετο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» — συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, [[εμπειρία]] σε διάφορα είδη ζωής<br /><b>3.</b> <b>(Γραμμ.)</b> αμοιβαία [[αλλαγή]] δύο τύπων.
|mltxt=[[ἀντιμετάληψις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]] στο αντίθετο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» — συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, [[εμπειρία]] σε διάφορα είδη ζωής<br /><b>3.</b> <b>(Γραμμ.)</b> αμοιβαία [[αλλαγή]] δύο τύπων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμετάληψις:''' εως ἡ [[смена]], [[перемена]] Plut.
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμετάληψις Medium diacritics: ἀντιμετάληψις Low diacritics: αντιμετάληψις Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: antimetálēpsis Transliteration B: antimetalēpsis Transliteration C: antimetalipsis Beta Code: a)ntimeta/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A partaking of the opposite, Plu.2.438d (fort. ἀντίληψις) ; ἀ. τῶν βίων experience of divers kinds of life, ib.466c. 2 double reflex movement, Hehod. ap. Orib.8.28.28,29. 3 Gramm., interchange of forms, A.D.Adv. 155.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cambio, variación τῶν βίων Plu.2.466c
de formas gramaticales A.D.Adu.155.1.
2 doble movimiento reflejo Gal.19.461, Herophil. en Placit.4.22.

German (Pape)

[Seite 255] ἡ, Abwechselung, Wechsel, τῶνβίων Plut. tranquill. an. 3; Annahme des Entgegengesetzten, Widervergeltung, plac. philos. 4, 22.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
échange, changement.
Étymologie: ἀντιμεταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμετάληψις: εως ἡ смена, перемена Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμετάληψις: -εως, ἡ, ἀνταλλαγή, Πλούτ. 2. 438D· ἀντ. τῶν βίων, ποικίλη μεταλλαγή, αὐτόθι 466Β.

Greek Monolingual

ἀντιμετάληψις, η (Α)
1. συμμετοχή στο αντίθετο
2. φρ. «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» — συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, εμπειρία σε διάφορα είδη ζωής
3. (Γραμμ.) αμοιβαία αλλαγή δύο τύπων.