ἀντισηκόω: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σηκόω]]. | |btext=-ῶ :<br />faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σηκόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντισηκόω:''' [[уравновешивать]], [[возмещать]] (τινος Eur. и τινι Aesch.): ἀντισηκώσας σε φθείρει τις τῆς εὐπραξίας Eur. кто-то в воздаяние (т. е. из мести) разрушает твое благополучие; ἀ. [[χάριν]] τινι Luc. отблагодарить за что-л.; δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ τινι Aesch. быть вдвое тяжелее чего-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντισηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ισορροπώ]], [[αντισταθμίζω]], με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντισηκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ισορροπώ]], [[αντισταθμίζω]], με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[counterbalance]], [[compensate]] for, c. dat., Aesch.; c. gen., Eur. | |mdlsjtxt=<br />to [[counterbalance]], [[compensate]] for, c. dat., Aesch.; c. gen., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 3 October 2022
English (LSJ)
counterbalance, compensate for, c. dat. rei, ὡς τοῖσδε (sc. κακοῖς) δὶς ἀντισηκῶσαι A.Pers.437: c. gen., ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας some god ruins thee, making compensation for, balancing, thy former happiness, E.Hec.57, cf. D.S.31.12: c. acc., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν I will compensate the favour by honours, Luc. Trag.243; support by way of compensation, τινά Hp.Acut.29, cf. Art.6:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται Simp. in Epict. p.27 D.
Spanish (DGE)
1 equilibrar c. ac. βάρος Hero Spir.1.39, en v. pas. (τὸ σῶμα) ἀντισηκωθείη (el cuerpo) sería mantenido en equilibrio Hp.Art.6.
2 fig. compensar abs. αὖθις οἷον ἐκ μεταμελείας ἀντισηκοῦν καὶ λυμαίνεσθαι τὰ κατορθώματα Plb.29.22.2
•c. dat. contrapesar ὡς τοῖσδε (κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι (pues tal desgracia dolorosa les llegó) que dos veces iguala a estos (males) con su peso A.Pers.437, en v. pas. (ἡ ὠφέλεια) πολλαῖς ὀδύναις ... ἀντισηκοῦται Simp.in Epict.p.27
•c. gen. ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας algun dios te aniquila envidándote la contrapartida de bienes anteriores E.Hec.57, cf. D.S.31.12
•c. ac. y dat. dar en compensación a cambio de τῇ δὲ σῇ προθυμίᾳ ἴσαισι τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν Luc.Trag.243.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire contrepoids, contrebalancer : τινος qch ; τινι δὶς ῥοπῇ ESCHL peser deux fois autant que qch.
Étymologie: ἀντί, σηκόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισηκόω: уравновешивать, возмещать (τινος Eur. и τινι Aesch.): ἀντισηκώσας σε φθείρει τις τῆς εὐπραξίας Eur. кто-то в воздаяние (т. е. из мести) разрушает твое благополучие; ἀ. χάριν τινι Luc. отблагодарить за что-л.; δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ τινι Aesch. быть вдвое тяжелее чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισηκόω: ἀντιρρέπω, τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν ἀπέναντι πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν ἄλλην, ἀντισταθμίζω (πρβλ. ἀνασηκόω), μετὰ δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· μετὰ γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, θεός τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· μετὰ αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν, θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν χάριν, Λουκ. Τραγ. 243· ἀντισταθμίζω, τὸν γοῦν παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. φέρω εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.
Greek Monotonic
ἀντισηκόω: μέλ. -ώσω, ισορροπώ, αντισταθμίζω, με δοτ., σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ευρ.
Middle Liddell
to counterbalance, compensate for, c. dat., Aesch.; c. gen., Eur.